εξαγοράζομαι

εξαγοράζομαι
εξαγοράζομαι, εξαγοράστηκα, εξαγορασμένος βλ. πίν. 36

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εξαγοράζω — (AM ἐξαγοράζω) [αγοράζω] 1. απελευθερώνω καταβάλλοντος λύτρα ή χρηματικό ποσό («εξαγοράζω τους αιχμαλώτους», «ἐξηγόρασας ἡμᾱς ἐκ τῆς κατάρας τοῡ Νόμου τῷ τιμίῳ Σου αἵματι») 2. αγοράζω κάτι στο ακέραιο, εξολοκλήρου («εξαγόρασε τις μετοχές τής… …   Dictionary of Greek

  • μισθαρνώ — (Α μισθαρνῶ, έω) [μίσθαρνος] 1. (γενικά) λαμβάνω μισθό για εργασία που παρέχω («τί δέ; τὴν ἰατρικὴν μισθαρνητικήν, ἐάν ἰώμενός τις μισθαρνῇ;» Πλάτ.) 2. (ειδικά) πληρώνομαι, εξαγοράζομαι για να πράξω κάτι φαύλο και ανήθικο («ὁ μισθαρνῶν ὄχλος»,… …   Dictionary of Greek

  • παραλυτρούμαι — όομαι, Α 1. εξαγοράζομαι με λύτρα 2. (η μτχ. αρσ. ενεστ. ως ουσ.) Παραλυτρούμενος τίτλος κωμωδίας τού Σωτάδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + λυτρῶ / λυτροῦμαι (< λύτρον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”